- Λέσβος
- Sp Lèsbas Ap Λέσβος/Lesvos Sp Mitilėnė Ap Μυθιλήνη/Mythilēnē sen. graikų kalba L s. Egėjo j. ir Graikijos nomas
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Λέσβος — from Lesbos fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσβος — from Lesbos fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek
Γώγος, Γρηγόριος — (Λέσβος 1824 ή 1828 – Βουδαπέστη 1898). Θεολόγος και λόγιος. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και μετεκπαιδεύτηκε στο Στρασβούργο. Ως ιερωμένος υπηρέτησε στην Κρήτη, στη Βραΐλα, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και στη Βουδαπέστη. Ο Γ. ήταν… … Dictionary of Greek
Ιακωβίδης, Γεώργιος — (Λέσβος 1853 – 1932). Ζωγράφος. Η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα αναδείχθηκε από την παιδική του ηλικία. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1870 77), όπου διδάχθηκε ζωγραφική από τον Βικέντιο Λάντσα και τον Νικηφόρο… … Dictionary of Greek
Παπαμιχαήλ, Γρηγόριος — (Λέσβος 1874 – Αθήνα 1956). Θεολόγος και συγγραφέας. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Λέσβο, στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού (Ιεροσόλυμα), στη Χάλκη και στη Σάμο, σπούδασε θεολογία στην Πετρούπολη. Δίδαξε θεολογικά μαθήματα στη Σχολή του… … Dictionary of Greek
Λεσβόθεν — Λέσβος from Lesbos indeclform geog̱name (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέσβε — Λέσβος from Lesbos fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσβε — Λέσβος from Lesbos fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέσβοι — Λέσβος from Lesbos fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)